- Πού πάς;
- Στο συλλαλητήριο.
- Τί να κάνεις;
- Να αποτρέψω το ξεπούλημα της Μακεδονίας.
- Πώς θα το πετύχεις αυτό;
- Πηγαίνοντας στο συλλαλητήριο.
- Νομίζεις πως θα σας λάβουν υπόψιν τους;
Αυτή η στιχομυθία επαναλαμβάνεται, μήνες τώρα, σε πολλά σπίτια της επικράτειας. Πριν, ή και μετά τα συλλαλητήρια οι άνθρωποι που πάνε συζητούν με εκείνους που δεν παρέστησαν. Διαφωνούν, συμφωνούν και ο διάλογος συνεχίζεται:
- Δεν μπορούν τα συλλαλητήρια να αλλάξουν την κατάσταση.
- Είναι ένας τρόπος να εκφράσουμε την αντίθεσή μας. Καλύτερα από το να μην αντιδράσουμε καθόλου.
- Αυτά τα πράγματα είναι κανονισμένα. Δεν θα τους αλλάξει τα σχέδια μια χούφτα ανθρώπων.
- Δεν είμαστε «μια χούφτα». Είμαστε η πλειοψηφία και αυτό το ξέρουν. Κι αν δεν αλλάζουν εκείνοι τα σχέδιά τους, να αλλάξουμε εμείς εκείνους.
- Καλά τα λες, μα, μήπως και «οι άλλοι» τα ίδια δεν θα κάνουν;
- Πιθανόν. Γι’ αυτό δεν θέλουμε «τους άλλους». Θέλουμε άλλους.
Να τη η ΛΎΣΗ. Ακούγεται μέσα στα σπίτια, γύρω από τα τραπέζια, έξω στους δρόμους. Λύση αυτονόητη: «Θέλουμε ΑΛΛΟΥΣ». Αλλά, ιδού και ο φόβος:
- Μα τί λες; Τί «άλλους»; Ποιους «άλλους»; Για άλλους πολιτικούς μιλάς;
- Για άλλους ανθρώπους αρχικά μιλώ. Που μπορεί να μην ήταν ποτέ τους μέχρι τώρα πολιτικοί, μα θα πρέπει να είναι ενεργοί πολίτες και μάλιστα υπέρμαχοι της μη διάθεσης του όρου «Μακεδονία» στην γείτονα χώρα. Μιλώ για άλλους ανθρώπους που θα μπουν στην Βουλή (ως πολιτικοί εννοείται στην συνέχεια και όχι ως άναρχο πλήθος) και θα καταψηφίσουν την «Συνθήκη» των Πρεσπών.
Ναι, για άλλους ανθρώπους μιλώ, που δεν κρύβονται πίσω από τους τωρινούς κυβερνώντες ως αντιπολιτευτικές δυνάμεις, που τηρούν «σιγή ιχθύος» ή πετούν αδιευκρίνιστα διφορούμενα και που, όταν θα έρθει η σειρά τους να βγουν μπροστά, θα πουν: «Έτσι που τα έκαναν οι προηγούμενοι, εμείς – τί να κάνουμε τώρα; - θα τα υπερψηφίσουμε».
- Από ποιά παράταξη;
- Σε άλλον μιλώ; Δεν πρέπει να ανήκουν σε καμία υπάρχουσα κομματική παράταξη. Δεν πρέπει να έχουν σηκωθεί από κανένα έδρανο (δεξιό, αριστερό, κεντρώο, ακραίο). Όλοι τους αυτοί συνετέλεσαν (με ηχηρή αποδοχή ή με σιωπηλή συναίνεση) να παραχωρείται πλέον, κομμάτι – κομμάτι, εθνική κυριαρχία και έδαφος.
Όχι, δεν πρέπει να είναι «δικοί τους». Αλλά, πρέπει, να είναι άνθρωποι που τόλμησαν και μπήκαν μπροστά να προασπίσουν την Ελλάδα όταν η πολιτική ηγεσία από την άρνηση της πατρίδας πέρασε στην διάθεσή της Πρέπει να προέρχονται από τα συλλαλητήρια, να έχουν υποστηρίξει αυτήν την έκφανση της Δημοκρατίας, να έχουν ζήσει την ένταση και την έκταση αυτού του είδους αγώνα και να έχουν διακριθεί για την επιμονή τους στον στόχο: την προάσπιση της Μακεδονίας, της Ελλάδας.
- Σα να πήρες φόρα (η φωνή της υποκρισίας). Και θα μας σώσουν μια ομάδα «άλλων ανθρώπων»; Γιατί δεν πρόκειται μόνο για την Μακεδονία και για τα άλλα εθνικά ζητήματα. Πρόκειται και για τα λοιπά προβλήματα που έχουμε σαν κράτος. Με τον ΕΝΦΙΑ τί θα κάνουν; Για την σύνταξη που μειώνεται; Για την ξαδέρφη που δε βρίσκει δουλειά και ετοιμάζεται για έξω; Για τις επιχειρήσεις που υπερφορολογούνται; Για τους πρόσφυγες και τους λαθρομετανάστες; Για την επαρχία που ερημώνει; Για την εγκληματικότητα, για ετούτο, για εκείνο… Τί θα κάνουν αυτοί «οι άλλοι»; Με τούτους έχουμε μπει σε μια σειρά…
- Σε μια σειρά για σφάξιμο έχουμε μπει με τούτους. Αφού παραδίδουν στις ξένες ορέξεις, στυγνά και με γιορτές, προγονικούς τίτλους και εθνικά θησαυρίσματα, σκέψου πόσο χειρότερα είναι ικανοί να συμπεριφερθούν σε μας, τους πένιτες «συγγενείς» τους.
Έχουν, πράγματι, ανοίξει πολλές πληγές στο σώμα τούτου του τόπου. Αιμόφυρτο, περιφέρεται από αγορά σε αγορά και από πανηγύρια μνημονιακής εξόδου σε συνεδρίες χρόνιας επιτήρησης. Μα υπάρχει ακόμα σαν σώμα! Έχει υπόσταση, την βρίσκεις την Ελλάδα ακόμη, στον χάρτη. Για να λυθούν και τα άλλα δεινά, για να γιατρευτούν οι πληγές, πρέπει πρωτίστως να παραμείνει το σώμα, η χώρα ζωντανή έστω και κακοφορμισμένη.
Αν, με τον όρο «Μακεδονία» αναγνωριστεί επίσημα από την Βουλή το γειτονικό κράτος, τότε βαθμηδόν θα αποδυναμωθεί μέχρι που θα νεκρωθεί και θα αποκοπεί από την χώρα μεγάλο μέρος της Βόρειας Ελλάδας. Και θα ακολουθήσει νέκρωση και αποκοπή και άλλων τόπων του ελληνικού σώματος. Όταν πια η χώρα θα πάψει να υφίσταται γεωγραφικά όπως την γνωρίζουμε, πες μου, θα έχει μεγαλύτερη αξία και νόημα ο ΕΝΦΙΑ για ένα σπίτι που δεν θα σου ανήκει;
- Μέχρι να γίνουν αυτά… ποιος ζει ποιος πεθαίνει… (υπεραμύνονται ο φόβος και η υποκρισία)
- Έτσι λοιπόν; Για να βρούμε εσύ κι εγώ ελεύθερη ελληνική γη να φτιάξουμε τις ζωές μας, κάποιοι προηγούμενοί μας έγραψαν Ιστορία με το αίμα τους. Και τώρα εμάς ούτε που να μας μέλει τί θα κληροδοτήσουμε στους επόμενους; Ξερίζωσες, στ’ αλήθεια, από το μυαλό και την καρδιά ηθικά και ιδανικά που βαφτίστηκες, για να τοποθετήσεις στη θέση τους τραπεζικά ομόλογα;
- Πολλά τα λες! Νομίζεις πως είσαι πιο πατριώτης από μένα; Τα παιδιά μου σκέφτομαι και θέλω το καλύτερο για το μέλλον τους. Πονάω κι εγώ με τέτοιες αδικίες, μα πρέπει (λένε) να συναινέσουμε σε «κάτι» κι εμείς, να κάνουμε «κάποιους» συμβιβασμούς για να μην μείνουμε «πίσω».
- «Κάτι» ονομάζεις την εκχώρηση ελληνικών εδαφών; Ποια χώρα, σε καιρό ειρήνης, προβαίνει σε τέτοιους «κάποιους» συμβιβασμούς που να συγκρίνονται οι εθνικές της απώλειες με εκείνες του πολέμου; Πού «πίσω» θα μείνουμε αν αξιολογήσουμε αντικειμενικά και ανεπηρέαστα τις δυνατότητές μας και έπειτα σταθούμε με αξιοπρέπεια να διεκδικήσουμε «συμπόρευση» και όχι «υποταγή»;
- Και τούτη η ιδέα, να μπούνε άλλοι στη Βουλή. Πολιτικοί θα γίνουν κι αυτοί – καταλαβαίνεις τώρα… Είναι λύση αυτή;
- Ναι, λύση! Η μόνη λύση. Η μόνη ειρηνική, δημοκρατική λύση που μπορεί να επιφέρει αλλαγές στο τρισκατάρατο πολιτικό σύστημα. Τόσες δεκαετίες αντηχούν στ’ αυτιά μας λόγια Σειρήνων του συστήματος. Μελωδικές συμφωνίες, συγχρονισμένες με τις ανάγκες και τις επιθυμίες, μας υπνωτίζουν, μας αποχαυνώνουν, μας αποτρελαίνουν. Αποτέλεσμα; Δεν φτάνουμε ποτέ στον προορισμό που μας υποδεικνύουν ως «λυτρωτικό» μα που αλλάζει συνεχώς, με λόγια και τεχνάσματα μας κρατούν αιχμάλωτους, μπάζουμε νερά αποδόμησης από παντού και πράξεις γενναίες, φιλοπάτριδες, συνυφασμένες με γνήσια πρόοδο και καθαρή εξέλιξη (ακόμα κι αν χρειαστεί να λερωθούμε σκάβοντας ξανά την γη μας) πράξεις τέτοιες που θα φουσκώσουν τα πανιά μας για να συνεχίσουμε, δεν διαφαίνονται από αυτούς στον ορίζοντα.
Αυτοί που κυβερνούν ονοματίζουν «λιμάνι» τα κοφτερά βράχια και ρίχνουν άγκυρα, σα να έπιασαν στεριά, μεσοπέλαγα. Ξέρω πως έχεις σιχαθεί την Δημοκρατία που βιώνεις και τους όρους της: «πολιτική», «πολιτικός». Το κατόρθωσαν κι αυτό, να την αντιπροσωπεύουν αντιδεοντολογικοί της υποκριτές με επακόλουθο να μην θέλουμε ούτε να τους ακούμε. Έτσι κι εκείνοι πράττουν τα, κατ’ επίφαση, δημοκρατικά τους αίσχη ανενόχλητοι, μας ρημάζουν κι εμείς τους έχουμε γυρισμένες τις πλάτες, για να τους τιμωρήσουμε (νομίζουμε οι γελασμένοι) με την αδιαφορία μας.
Μα, κι αν ακόμα χώσουμε τα κεφάλια μας στο χώμα, πολιτικοί και πάλι θα υπάρχουν και θα εκλέγονται.
- Και τί να κάνουμε τότε;
- Ή να αφεθούμε, για άλλη μια φορά, στις ερχόμενες εκλογές να μας «σώσουν» κάποιοι από τους υπάρχοντες σκυλοπνίχτες και να βρεθούμε, αργά ή γρήγορα, «σε τόπο ξένο που κάποτε τον έλεγαν Ελλάδα».
- Ή;..
- Ή να ξορκίσουμε τις λέξεις «πολιτική» και «πολιτικός» και να κοιτάξουμε να υποστηρίξουμε άξιους και ικανούς για τις περιστάσεις ανθρώπους, που θα τολμήσουν να χριστούν με αυτήν την ιδιότητα και τότε, θα φροντίσουν κατά τον Μένανδρο, αν αποκτήσουν κάποιο αξίωμα, να φανούν αντάξιοί του. («Αρχής ετευχώς, ίσθι ταύτης άξιος.»)
- «Στρατηγοί πλείονες ή βελτίονες.» («Στρατηγούς έχουμε πολλούς αλλά όχι καλούς», Αριστοφάνης)
Τέτοιοι διάλογοι – αλλού, αποκυήματα της φαντασίας – διενεργούνται μεταξύ πολιτών. Κι ενώ, οι αρχικές τους διαφωνίες εκμηδενίζονται μπροστά στην εθνομηδενιστική λαίλαπα που τους απειλεί, ενώ ξεπερνούν τους φόβους τους που θα τους κρατούσαν μακριά από τους δρόμους προκειμένου να μην στιγματιστούν ως «ακραίοι», ενώ στέκονται δίπλα – δίπλα για να εννοήσουν οι ηγέτες πως είναι πολλοί και απ’ όλη την χώρα, όταν φτάνουν στο «δια ταύτα», στην εξεύρεση νικητήριας λύσης, διχογνωμούν.
Για κάποιους, τα συλλαλητήρια είναι ο τρόπος που θα εκτονωθεί η (δικαιολογημένη) συναισθηματική τους φόρτιση και θα πληρωθεί η ψυχική τους ανησυχία: «εγώ τί να κάνω για τούτον τον τόπο;» Επιστρέφοντας, όμως, στην καθημερινότητά τους και αφού κατορθώσουν να αποδώσουν κάποιες από τις συλλαλητηριακές αποχρώσεις που τους σημάδεψαν, αισθάνονται ένα κενό, μια κοφτή καθοδική επαναφορά στα πλαίσια του μότο: «Τί άλλο να κάνουμε εμείς;»
Για κάποιους άλλους όμως, που πεισμώνουν με την μεθόδευση των ιδανικών τους, που δεν θέλουν να χρησιμοποιούνται τα συλλαλητήρια κυρίως ως τόποι εκτόνωσης της γενικευμένης ψυχικής οδύνης και οργής και έπειτα να παραμένουν εκκωφαντικά βουβοί και που δεν κερνούν την λογική τους με, καταδικασμένες να αποτύχουν και να ενοχοποιήσουν, λύσεις, στέκονται μαζί με όλους και φωνάζουν πως «η λύση αν τολμάμε μπορούμε να γίνουμε εμείς».
Τα συλλαλητήρια ήταν τα «εκρηκτικά» της Δημοκρατίας που απαιτούνταν και χρησιμοποιήθηκαν καλώς για να διαρραγεί το βραχώδες υπέδαφος πάνω στο οποίο δομήθηκε η πολιτική αυθαιρεσία. Περισσότερα «εύφλεκτα» υλικά θα προκαλέσουν τρύπες σε έδαφος που χρειάζεται να χρησιμοποιηθεί για «χτίσιμο». Η συνέχεια απαιτεί και πάλι συλλογική εργασία, με εργαλεία «σκαπτικά» και «δομικά», με σχέδιο «απομάκρυνσης» κα «ανοικοδόμησης», με «συνεργείο». Δεν είναι καιρός να κάνουμε πίσω, αφήνοντας στην θέση των συλλαλητηρίων (που κάποτε θα σταματήσουν), απόηχους αδιέξοδων διαμαρτυριών και μία ανενεργή λύση. Κάποιοι πρέπει να αναλάβουν ό, τι τα συλλαλητήρια, εδώ και μήνες, απαιτούν: Να υπάρξει λύση. Να γίνουν λύση.
Όλοι μας, επιτέλους, πρέπει να μπούμε, στην Βουλή. Να ορίσουμε τον τρόπο.
Σταμούλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου